- ἀπαρτίᾳ
- ἀπαρτίᾱͅ , ἀπαρτίαhousehold utensilsfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπαρτία — ἀπαρτίᾱ , ἀπαρτία household utensils fem nom/voc/acc dual ἀπαρτίᾱ , ἀπαρτία household utensils fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαρτία — η (Α ἀπαρτία κ. ιων. ίη) νεοελλ. ο ελάχιστος απαιτούμενος αριθμός προσώπων σε συνεδρίαση νομικού προσώπου δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου για την έγκυρη λήψη απόφασης αρχ. 1. οικιακά σκεύη, κινητή περιουσία 2. η λεία του πολέμου, τα λάφυρα 3.… … Dictionary of Greek
απαρτία — η παρουσία τόσων μελών ενός σωματείου, συμβουλίου, συνέλευσης κτλ., όσα είναι απαραίτητα για νόμιμη συνεδρίαση: Δεν υπήρχε απαρτία και η συνεδρίαση αναβλήθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπαρτίας — ἀπαρτίᾱς , ἀπαρτία household utensils fem acc pl ἀπαρτίᾱς , ἀπαρτία household utensils fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρτίαι — ἀπαρτίᾱͅ , ἀπαρτία household utensils fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρτίαν — ἀπαρτίᾱν , ἀπαρτία household utensils fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρτίαις — ἀπαρτία household utensils fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρτίην — ἀπαρτία household utensils fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαρτίης — ἀπαρτία household utensils fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek